αγγοθήκη

αγγοθήκη
ἀγγοθήκη, η (Α)
θήκη, υποδοχή για αγγεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγγος (= ἀγγεῖο) + θήκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀγγοθήκη — receptacle for vessels fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγοθήκην — ἀγγοθήκη receptacle for vessels fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγγος — ἄγγος ( εος), το (Α) 1. δοχείο για υγρά (κρασί, γάλα), κάδος για το πάτημα των σταφυλιών, σταμνί και κουβάς για νερό, ποτήρι 2. δοχείο για στερεά, κιβώτιο για τροφές, για ενδύματα 3. υδρία όπου τοποθετούσαν την τέφρα τού νεκρού, τεφροδόχος,… …   Dictionary of Greek

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”